- αυτοκινούμενος
- η , ο[ν] см. αυτοκίνητος 1;
αυτοκινούμενοςο πυροβολικό — самоходная артиллерия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοκινούμενοςο πυροβολικό — самоходная артиллерия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.